Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ελληνική εταιρεία πρωταθλήτρια στην εξαγωγή κομπόστας



 
Η ελληνική εταιρεία πραγματοποιεί το 100% των πωλήσεών της σε 80 χώρες
Λόγω της ποιοτικής υπεροχής του ελληνικού ροδάκινου η χώρα μας κατέχει το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών κομπόστας, με την εταιρεία Κρόνος να κρατάει τα σκήπτρα  Την ώρα που εκατοντάδες ελληνικές εταιρείες πασχίζουν με κάθε τρόπο να ανοίξουν τις ξένες αγορές στα προϊόντα τους, η μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία παραγωγής κομπόστας (κυρίως ροδάκινου), η Κρόνος ΑΕ, έχει κατορθώσει να πραγματοποιεί το 100% των πωλήσεων της σε 80 χώρες και να καταγραφεί ως η τέταρτη μεγαλύτερη εταιρεία στη διεθνή αγορά. Πρόκειται για μια κατηγορία προϊόντων όπου η Ελλάδα κατέχει το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών κομπόστας. Πρόσφατα μάλιστα άρχισε ύστερα από ένα ιδιότυπο bras de fer με την κινεζική βιομηχανία – η οποία τα προηγούμενα χρόνια εμφανίστηκε απειλητική στη διεθνή αγορά για τα ελληνικά προϊόντα – τις εξαγωγές στην κινεζική αγορά. Σε κάθε περίπτωση η βιομηχανία των τριών οικογενειών Σαΐτη, Ντριγκόγια και Χλωρού, που είναι εγκατεστημένη στο Μαυροβούνι της Σκύδρας στον Νομό Πέλλας, στη διάρκεια του 2011 πέτυχε να αυξήσει τις εξαγωγές της κατά 40% έναντι του 2010. Και εφέτος ευελπιστεί, όπως ανέφερε μιλώντας προς «Το Βήμα» η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας κυρία Νάντια Ελ. Σαΐτη, ότι θα πλησιάσει τα 50 εκατ. ευρώ. Στο περιβάλλον της βαθιάς οικονομικής ύφεσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική αγορά, υπάρχουν αρκετές εταιρείες που όχι μόνο έχουν κατορθώσει να διασωθούν, αλλά και πρωταγωνιστούν στη διεθνή αγορά. Οπως εξηγεί η νέα διευθύνουσα σύμβουλος, «αναμένουμε μια καλή χρονιά με ενίσχυση των εξαγωγών της εταιρείας, αλλά και του κλάδου γενικότερα». Ενας από τους λόγους είναι το γεγονός ότι η Κίνα, η οποία στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων απέκτησε σημαντικό μερίδιο της διεθνούς αγοράς στην κομπόστα ροδάκινου – κυρίως στις λεγόμενες «δολαριακές αγορές» -, παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Και αυτό οφείλεται στην παρατηρούμενη αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά και του κόστους παραγωγής γενικότερα. Και όπως επισημαίνει, «η Κίνα τείνει από εξαγωγική να γίνει εισαγωγική χώρα, και μάλιστα για κομπόστα ροδάκινου καλής ποιότητας. Ηδη η εταιρεία μας αλλά και άλλες αξιόλογες εταιρείες του κλάδου κάνουν εξαγωγές στην αγορά της Κίνας, λόγω της ποιοτικής υπεροχής του ελληνικού προϊόντος. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο για την κομπόστα βερίκοκου και το φρουτοκοκτέιλ».Ωστόσο οι προοπτικές για τον κλάδο θα ήταν αρκετά καλύτερες «αν δεν υπήρχε ο αθέμιτος ελληνοελληνικός ανταγωνισμός. Ο μη υγιής ανταγωνισμός παραμένει το βασικό πρόβλημα του κλάδου και χάνονται πολλά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο εξαιτίας αυτού του προβλήματος, που αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία». Παρ’ όλα αυτά η εταιρεία παραμένει ο ηγέτης του κλάδου της κονσερβοποιίας φρούτων στην Ελλάδα και κατέχει την τέταρτη θέση στη διεθνή αγορά, όντας 100% εξαγωγική, εξάγοντας τα προϊόντα της (κομπόστες ροδάκινου, βερίκοκου, φρουτοκοκτέιλ και πουρέ) σε περισσότερες από 80 χώρες, στις περιοχές της Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, στην Απω Ανατολή και στην Ιαπωνία, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Αυστραλία, ακόμη και στη Νέα Ζηλανδία – κατορθώνοντας η ίδια να δημιουργήσει πολλές νέες περιφερειακές αγορές.Ειδική ποικιλίαΟπως αναφέρει η κυρία Σαΐτη, η Κρόνος επεξεργάζεται κάθε χρόνο 40.000 – 50.000 τόνους ροδάκινου, βερίκοκου και αχλαδιού, η βασική όμως παραγωγική δραστηριότητα αφορά το συμπύρηνο ροδάκινο, μια ειδική ποικιλία, αναγνωρίσιμη στη διεθνή αγορά – συνεργαζόμενη κάθε χρόνο με περίπου 10.000 παραγωγούς στις περιοχές της Πέλλας, της Ημαθίας, της Λάρισας, της Κορίνθου και της Αργολίδας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα στην περιοχή της Πέλλας – όπου η ανεργία στη διάρκεια των χειμερινών μηνών αξίζει το 35% – η λειτουργία της βιομηχανίας έχει μεγάλο ειδικό βάρος, δεδομένου ότι από τον Απρίλιο ως και τον Οκτώβριο στην εταιρεία απασχολούνται από 750 ως και 1.000 εργαζόμενοι και αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη του νομού.Βέβαια, όπως επισημαίνει η ίδια, «οι παραγωγοί θα μπορούσαν να απολαύσουν ακόμη καλύτερες τιμές αν η συγκομιδή γινόταν σύμφωνα με προδιαγραφές. Δυστυχώς σε αυτό το σημείο η εργασία κατά κανόνα δεν γίνεται όπως πρέπει, με αποτέλεσμα να χάνουν και οι παραγωγοί και η βιομηχανία». Αν η τιμολόγηση γινόταν διαφορετικά, και ο παραγωγός θα είχε καλύτερο εισόδημα και η βιομηχανία θα είχε μικρότερο κόστος διαλογής.Νέα γενιάΟι ιδρυτές της εταιρείας φαίνεται πως, θέλοντας να αποφύγουν τα λάθη των περισσοτέρων ελληνικών οικογενειακών εταιρειών, από πολύ νωρίς φρόντισαν να εξασφαλίσουν την ομαλή διαδοχή τους. Ετσι πρόσφατα διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας ανέλαβε η κυρία Νάντια Ελ. Σαΐτη, η οποία προηγουμένως και μετά τις σπουδές της εργάστηκε σε διάφορες διοικητικές θέσεις, για να «γνωρίσει». Γενικός διευθυντής υπεύθυνος για την παραγωγή, τις επενδύσεις, την κοστολόγηση και την ανάπτυξη νέων προϊόντων ανέλαβε ο κ. Ι. Τζιμούρτος.Αυξήσεις μισθών
Στο σημερινό ζοφερό περιβάλλον των εργασιακών σχέσεων η εταιρεία πέρυσι όχι μόνο δεν προχώρησε σε μειώσεις μισθών και ημερομισθίων, αλλά αύξησε τις αμοιβές των εργαζομένων της κατά 1,6%, καθώς και τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτήν – έχοντας ετήσιο κόστος μισθοδοσίας 5 εκατ. ευρώ. «Το παν είναι οι άνθρωποι» λέει η κυρία Σαΐτη.Παράλληλα η Κρόνος ΑΕ – μαζί με τη θυγατρική της Kronos Sun Energy AE – στη διάρκεια της κρίσης, από το 2008 ως και το 2011, προχώρησε σε επενδύσεις 9 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου, την παραγωγή νέων προϊόντων, την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια και υγιεινή των εργαζομένων – «χωρίς την παραμικρή επιχορήγηση ή εγγύηση του Δημοσίου». Επίσης στον κλάδο της ενέργειας από τον Οκτώβριο του 2010 δημιούργησε την εταιρεία Κronos Sun Energy AE, στην οποία ανήκει φωτοβολταϊκό πάρκο ισχύος 1,5 MW, το μεγαλύτερο στον Νομό Πέλλας, και σύντομα πρόκειται να επενδύσει για τον ίδιο σκοπό στη στέγη του εργοστασίου της μητρικής ένα άλλο πάρκο ισχύος 0,8 MW.Η γλυκιά συνταγή από την Καλιφόρνια
Από το 1970 ως σήμερα η γερμανική παραμένει η σημαντικότερη αγορά
Η ιστορία της βιομηχανίας Κρόνος ΑΕ άρχισε να γράφεται όταν ο κ. Ελ. Σαΐτης, προσπαθώντας να σταδιοδρομήσει επιχειρηματικά, συναντήθηκε με τρεις φιλόδοξους κι επίσης ανήσυχους ανθρώπους, τους κ. Χλωρό, Ελ. Ντριγκόγια και Λεων. Συμεωνίδη. Το πρώτο εργοστάσιο με υποτυπώδη μηχανολογικό εξοπλισμό δημιουργήθηκε το 1970 και από το καλοκαίρι του 1971 είχε εξαγωγικό προσανατολισμό. Η πρώτη αγορά στην οποία απευθύνθηκε ήταν η γερμανική, η οποία παραμένει και σήμερα η σημαντικότερη αγορά τής Κρόνος, ενώ ήταν τόσο μικρή η παραγωγική δυναμικότητα της νέας επιχείρησης που δεν κατόρθωσε να εκτελέσει το σύνολο της παραγγελίας που έλαβε. Βέβαια τα πρώτα δέκα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Στη διεθνή αγορά απόλυτοι ηγεμόνες ήταν οι καλιφορνέζοι κονσερβοποιοί.Τότε λοιπόν αποφασίζουν να τους «αντιγράψουν». Ως τότε κομπόστα γινόταν η ποικιλία του ροδάκινου που είναι γνωστή ως «γιαρμάς», ενώ οι Αμερικανοί επεξεργάζονταν το λεγόμενο «συμπύρηνο ροδάκινο» που είναι κατάλληλο για κομπόστα. Η αλλαγή του προϊόντος προϋπέθετε και αλλαγή της καλλιεργούμενης ποικιλίας. Και σε μία δεκαετία, ως το 1984, άλλαξε η παραγόμενη ποικιλία στην περιοχή. Παράλληλα, με αλλεπάλληλες επενδύσεις, το εργοστάσιο του Κρόνου αναβαθμίστηκε τεχνολογικά. Κι από τότε άρχισε να κερδίζει τη μία μετά την άλλη αγορά – εκτός από τη Γερμανία, τα προϊόντα της βορειοελλαδίτικης επιχείρησης πωλούνταν στην Αγγλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, αλλά και σε αγορές της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.Το 1988 όμως είναι σημαντικό για την ιστορία της εταιρείας, γιατί τότε στάλθηκαν τα πρώτα δύο κοντέινερ στην πιο απαιτητική αγορά, αυτή της Ιαπωνίας. Και σύντομα οι εξαγωγές της στην πιο δύσκολη αγορά, αλλά με υψηλές τιμές, έφτασαν στα 700-800 κοντέινερ τον χρόνο. Και στη δεκαετία του 1990 οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν κατορθώσει να ελέγχουν το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών.Η Καλιφόρνια άρχιζε σιγά-σιγά να υποχωρεί, παρά το γεγονός ότι η παραγωγική της δύναμη ήταν και παραμένει μεγάλη. Η κατάσταση αλλάζει μετά το 2000, όταν στη διεθνή αγορά εμφανίζεται η Κίνα, ενώ από το 2002 η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ μειώνει την ανταγωνιστικότητά της στις λεγόμενες «δολαριακές αγορές». Η ελληνική παρουσία αρχίζει να υποχωρεί, αλλά διατηρεί το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: