Μεγαλύτερες ποσότητες ελαιολάδου για τις οποίες θα είναι διατεθειμένη να πληρώσει καλύτερο αντίτιμο θα «απαιτήσει» η παγκόσμια αγορά την ερχόμενη πενταετία. Ωστόσο, για να μπορέσει να επωφεληθεί ο ελληνικός ελαιοκομικός τομέας από την ευνοϊκή αυτή συγκυρία, θα πρέπει να υλοποιηθούν ορισμένες σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές και κυρίως ο περιορισμός του κόστους παραγωγής (μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και η αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται. Αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων, η σχετική κλαδική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για το ελαιόλαδο, που παρουσιάζει αναλυτικά η εφημερίδα Agrenda. Τη διάθεση της αγοράς να πληρώσει υψηλότερα το ελαιόλαδο φαίνεται πως επιβεβαιώνει και η πράξη, αφού οι πρώτες ενδείξεις για προϊόν νέας εσοδείας έρχονται από την ΕΑΣ Ηρακλείου, η οποία ανακοίνωσε ότι ξεκινά εντός των επόμενων ημερών να παραλαμβάνει εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στην τιμή των 2,20 ευρώ το κιλό για οξύτητες μέχρι 0,3. Πρόκειται για τιμή αυξημένη κατά 15 λεπτά σε σχέση με πέρυσι, την ώρα που η ευρωπαϊκή αγορά μπαίνει σε νέα περίοδο αναμονής, μετά τη διαβεβαίωση του Επιτρόπου Γεωργίας Ντατσιάν Τσιόλος για σχέδιο αποθεματοποίησης 100.000 τόνων παρθένου ελαιολάδου για έξι μήνες. Να σημειωθεί ότι η τρέχουσα τιμή του παρθένου ελαιολάδου (κατώτερης ποιότητας σε σχέση με το εξαιρετικά παρθένο) στη χώρα μας διαμορφώνεται στα 1,73 ευρώ/κιλό, σταθερά όμως υψηλότερα από την ισπανική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, την επόμενη πενταετία αναμένεται ανοδική ζήτηση (με μέσο ετήσιο ρυθμό 3% και 5% για τις νέες αγορές), αλλά και άνοδος των τιμών περί τα 2,6 ευρώ το κιλό μέχρι το 2015 από 2 ευρώ το κιλό τη διετία 2009-2010. Γι’ αυτό οι Έλληνες παραγωγοί καλούνται να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική του κλάδου. Δεδομένου ότι το κόστος ελαιοπαραγωγής είναι υψηλό στην Ελλάδα (0,65 ευρώ το κιλό ελιών έναντι 0,6 ευρώ το κιλό στην Ιταλία και 0,55 ευρώ το κιλό στην Ισπανία), προτείνεται ο περιορισμός του κόστους μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής και εισαγωγής νέων τεχνολογιών στα ισπανικά πρότυπα. Επιπλέον, επειδή η πλειοψηφία των ελαιοτριβείων στην Ελλάδα είναι μικρά και παλιάς τεχνολογίας, με αποτέλεσμα το κόστος να είναι υψηλό (0,19 ευρώ το κιλό ελαιολάδου έναντι 0,16 ευρώ το κιλό στα νέας τεχνολογίας), η απάντηση θα μπορούσε να έρθει από την αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται. Αυτό θα διεύρυνε το μερίδιο του ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου στη διεθνή αγορά και την υπεραξία του. Διαχρονικά ανοδική η ελαιοπαραγωγή Η διεθνής αγορά ελαιολάδου μεγεθύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, καθώς καλύπτει το 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα σε αξία (έναντι 2% στην Ευρώπη). Σύμφωνα με τη μελέτη, η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 370.000 τόνων το 2009, η οποία αντιστοιχεί σε αξία της τάξης των 800 εκατ. ευρώ, συνεισφέροντας έτσι το 0,3% του ΑΕΠ (έναντι 0,2% του ΑΕΠ για τον ισπανικό κλάδο και 0,1% για τον ιταλικό). Οι συντάκτες τονίζουν ότι η διεθνής ελαιοπαραγωγή χαρακτηρίζεται από διαχρονικά ανοδική τάση, η οποία γίνεται περισσότερο αισθητή την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας τους 3,1 εκατ. τόνους το 2009, επίπεδο υψηλότερο κατά 60% από το 1990. Όπως αναφέρεται, η ζήτηση στις τρεις βασικές χώρες ελαιοπαραγωγούς (Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία) εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε ποσοστό 0,6% κατά μέσο όρο ετησίως (έναντι 0,5% την προηγούμενη δεκαετία), ενώ η ζήτηση στις λοιπές χώρες θα αυξηθεί σε ποσοστό 5% κατά μέσο όρο ετησίως, λόγω αυξημένης ζήτησης για προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (έναντι 3% την προηγούμενη δεκαετία). Η παραγωγή των χωρών του τριγώνου θα δεχθεί, σύμφωνα με την ΕΤΕ, μικρή περιοριστική επίδραση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους το 2012 και στη συνέχεια θα επιστρέψει στους 2,3 εκατ. τόνους το 2015 (επίπεδο αντίστοιχο με του 2010). Με δεδομένο ότι η παραγωγή στις λοιπές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται με το μέσο μακροχρόνιο ρυθμό της τελευταίας εικοσαετίας (2,5%), η συνολική παραγωγή θα αγγίξει τους 3,3 εκατ. τόνους το 2015 (από 3,2 εκατ. τόνους το 2010). Οι τιμές αναμένεται ότι θα ανακάμψουν σταδιακά, κυρίως λόγω της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Βάσει των εκτιμήσεων, η διεθνής τιμή ελαιολάδου θα προσεγγίσει τα 2,6 ευρώ το κιλό το 2015 (από 2,3 ευρώ το 1991-2010). Συνάρτηση ζήτησης και τιμών Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις διεθνείς τιμές ελαιολάδου είναι το επίπεδο των αποθεμάτων και η σχετική διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών και των ελαιοτριβείων έναντι των τυποποιητών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης της Εθνικής Τράπεζας μια αύξηση (μείωση) της παραγωγής κατά 10% μειώνει (αυξάνει αντίστοιχα) τις διεθνείς τιμές κατά 4,5%. Επιπλέον, ο στατιστικά σημαντικός συντελεστής ελαστικότητας ενός δείκτη σχετικής διαπραγματευτικής δύναμης ως προς τις τιμές δεικνύει ότι η εντεινόμενη συγκέντρωση των κλάδων τυποποίησης και εμπορίας τα τελευταία χρόνια έναντι του κλάδου των παραγωγών ασκεί σημαντική πίεση στις τιμές των καλλιεργητών. Βέβαια, οι εκτιμήσεις για την επόμενη πενταετία αναφέρουν ανοδική ζήτηση στις νέες αγορές και περιορισμένη προσφορά στις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες, παράγοντες που θα ασκήσουν ανοδική πίεση στις τιμές. Στόχος η καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής Οργάνωση και αυστηρό έλεγχο προκρίνουν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον ελαιοκομικό κλάδο Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαιτούνται οι εξής διαρθρωτικές μεταβολές: (i) Περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται. Βέβαια, μία ενδεχόμενη μείωση της στήριξης από την ΚΑΠ, παρ’ όλο που δεν διαφαίνεται τόσο έντονα στις προτάσεις που ετοιμάζει η Κομισιόν, θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς, που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες. Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις λόγω γεωγραφικής θέσης (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων, συστήνουν οι αναλυτές της Εθνικής. Επιπλέον, η σταδιακή αναβάθμιση της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων (κυρίως μέσω αντικατάστασης των τριφασικών από διφασικά) εκτιμάται ότι μπορεί να περιορίσει σημαντικά το κόστος παραγωγής. Καταλύτης, για να εκμεταλλευτεί πραγματικά ο κλάδος ελληνικού ελαιολάδου τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, είναι ο περιορισμός του τμήματος της εγχώριας αγοράς που καλύπτεται από χύμα ελαιόλαδο (της τάξης των 3/4 της εγχώριας κατανάλωσης). Η συγκέντρωση στον κλάδο των ελαιοτριβείων όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών (σε συνδυασμό με την καθετοποίηση της παραγωγής) θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, η οργάνωση και ο αυστηρός έλεγχος ποιότητας, καθώς και οι πολιτικές προορισμού της φοροδιαφυγής, μπορούν να βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν σημαντικά. Αν το μεγαλύτερο ποσοστό του ελαιολάδου κατευθυνόταν στις βιομηχανίες τυποποίησης, η αύξηση του επιπέδου των πωλήσεών τους θα ήταν τέτοια ώστε το μέσο μέγεθος των ελληνικών εταιρειών θα προσέγγιζε τα επίπεδα των αντίστοιχων ιταλικών (1,5 εκατ. ευρώ πωλήσεις από 0,5 εκατ. ευρώ σήμερα). Συνεπώς, θα δημιουργούνταν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας αλλά και η κρίσιμη μάζα για τη σωστή διαφήμιση αλλά και προώθηση του ελαιολάδου στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αν η Ελλάδα κατάφερνε να κατακτήσει στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου μερίδιο παρόμοιο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή (άνω του 10% σε σχέση με 3%), τότε θα μπορούσε να αποφέρει μια πρόσθετη υπεραξία στη χώρα της τάξης των 80 εκατ. ευρώ ετησίως. Εταιρείες επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου Η παγκόσμια κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από ισπανικές εταιρείες, οι οποίες την τελευταία πενταετία ακολουθούν επεκτατική πολιτική μέσω εξαγορών ιταλικών κυρίως εταιρειών. Ενδεικτικά, ο ισπανικός όμιλος SOS με αυτή τη στρατηγική κάλυψε περισσότερο από 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης (περιλαμβάνει τη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου και την εγχώρια κατανάλωση των τριών βασικών παραγωγών), αποκτώντας έλεγχο σε ισχυρά ισπανικά (Carbonell, Koipe) και ιταλικά brands ελαιολάδου (Bertolli, Carapelli, Sasso) και κατ’ επέκταση ευκολότερη πρόσβαση σε δίκτυα πωλήσεων. Όσον αφορά την Ελλάδα, η εγχώρια αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου εκτιμάται περί τους 40.000 τόνους. Δύο εταιρείες (Ελαΐς και Μινέρβα) καλύπτουν κοντά στο 60% της αγοράς. Οι λοιπές τυποποιητικές εταιρείες και συνεταιρισμοί έχουν μερίδιο κοντά στο 20%, ενώ το υπόλοιπο της αγοράς καλύπτεται από προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) που προωθούν τα σούπερ μάρκετ. Όσον αφορά την εξαγωγική δραστηριότητα, η Ελλάδα διαθέτει στο εξωτερικό το 45% του παραγόμενου επώνυμου ελαιολάδου (30.000 τόνοι), έναντι 60% της παραγωγής στην Ισπανία (400.000 τόνοι) και 40% στην Ιταλία (320.000 τόνοι). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό μερίδιο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (περίπου 1 εκατ. τόνοι) δε ξεπερνά το 3%. Σχεδόν το 40% των ελληνικών εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου πραγματοποιείται από τέσσερις εταιρείες (Nutria, Γαία, Ελαΐς και Μινέρβα), ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται κυρίως από συνεταιρισμούς. Οι παίκτες στην Ελλάδα Ο κύκλος εργασιών των εταιρειών ελαιολάδου στην Ελλάδα σημείωσε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10% στο διάστημα 2004-2008 (έναντι 8% για τον ευρύτερο κλάδο τροφίμων στο ίδιο διάστημα), ενώ ακολούθησε πτώση 16% το 2009 (έναντι πτώσης 5% για τα τρόφιμα). Αντίστοιχα, ο δείκτης παραγωγής λιπών και ελαίων των τριών βασικών παραγωγών (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) παρουσιάζει μεγαλύτερη μεταβλητότητα συγκριτικά με την ευρύτερη βιομηχανία τροφίμων. Ενδεικτικά, η πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ των τριών χωρών κατά 3% το 2009, συνοδεύτηκε από μείωση 1,6% στο δείκτη παραγωγής ελαίων έναντι μόλις 0,8% στο δείκτη τροφίμων. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος κλάδος μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους σχετικά κυκλικούς κλάδους τροφίμων. Όσον αφορά τη γενικότερη χρηματοοικονομική εικόνα του κλάδου, σύμφωνα με τη μελέτη κρίνεται υγιής. Πιο συγκεκριμένα, η σύγκριση με δύο benchmarks (ευρωπαϊκοί όμιλοι επεξεργασίας φυτικών ελαίων και ο ευρύτερος ελληνικός κλάδος τροφίμων) αποκαλύπτει ότι η κατάσταση των εταιρειών ελληνικού ελαιολάδου είναι αρκετά παρόμοια ενώ παράλληλα σε κάποια σημεία υπερτερεί. Ειδικότερα, το περιθώριο λειτουργικού κέρδους στο διάστημα 2004-2009 ήταν κοντά στο 10% στον κλάδο ελληνικού ελαιολάδου – επίπεδα αντίστοιχα τόσο με αντίστοιχες ευρωπαϊκές εταιρείες όσο και με τον ευρύτερο ελληνικό κλάδο τροφίμων. Ωστόσο, η απόδοση ενεργητικού του κλάδου (ROA) προσεγγίζει το 5%, υψηλότερη από τα φυτικά έλαια στην Ευρώπη (3,8%) και τον ελληνικό κλάδο τροφίμων (2,4%), καθώς υπερτερεί σε όρους ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού. |
Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011
Ελαιοκομία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου